- πήρας
- πήρᾱς , πήραleathern pouchfem acc plπήρᾱς , πήραleathern pouchfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мѣхъ — МѢХ|Ъ (30), А с. 1.Мех, шкура животного: даи же ми вретище мѣхъ. || да ѡблекусѧ. бѣ бо нагь. вдахъ ѹбо вретище (и) мѣхъ. и ѥдинъ катанотии. (σακκομοχιον) ПНЧ XIV, 147в–г; мѣхъмь в роли нар. Чулком. не разрезая: и повелѣ купити собѣ козелъ. и ѡдра … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BLAUTAE seu BLAUTIA — sandalii genus. Hesychius, βλαύτια, κρηπῖδες ἢ ςανδάλια, Blautia crepidae vel sandalia. Et quidem Cynicorum proprium: vetus Epigr. Leonidae Ο᾿ ςκήπων καὶ ταῦτα τὰ βλαύτια, πότνια Κύπρι, Α῎γκειται Κυνικοῦ ςκῦλα Ποσωχἀρεος Ο῎λπη τε ῥυπὀεςςα,… … Hofmann J. Lexicon universale
πήρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.) νεοελλ. 1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα … Dictionary of Greek
παροπαιδία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος τι πήρας» … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
λυπηρᾶς — λῡπηρᾶς , λυπηρός painful fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)